συνθαλαμεύομαι

συνθαλαμεύομαι
και ξυνθαλαμεύομαι Μ
ζω στον ίδιο θάλαμο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θαλαμεύομαι «μένω κλεισμένος σε θάλαμο» (< θάλαμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”